χορδιστής

χορδιστής
ο, θηλ. χορδίστρια, Ν
βλ. κουρδιστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουρδιστής — και κουρντιοτής και χορδιστής, ο, θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια και χορδίστρια [κουρδίζω] τεχνίτης ειδικός για το κούρδισμα μουσικών οργάνων, κυρίως τού πιάνου …   Dictionary of Greek

  • χορδοστρόφος — ὁ, Α 1. χορδοποιός* 2. χορδιστής που ρυθμίζει τους βασικούς τόνους τών χορδών τών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο στρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”